πλημμύρω — Α βλ. πλημμυρώ … Dictionary of Greek
πλημμυρώ — βλ. πλημμυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμυρῶ — πλημμῡρῶ , πλημμυρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) πλημμῡρῶ , πλημμυρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… … Dictionary of Greek
κατεπικλύζω — (Μ) κατακαλύπτω με υγρά, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κλύζω «πλημμυρώ»] … Dictionary of Greek
ομβροβλυτώ — ὀμβροβλυτῶ, έω (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) «πλημμυρῶ, ἐξογκοῡμαι ἐκ βροχῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + βλυτώ, μέσω αμάρτυρου *ομβροβλύτης (< ὄμβρος + βλύτης < βλύζω «αναβλύζω»), πρβλ. μυρο βλυτώ] … Dictionary of Greek
πλημμυρός — όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «μεστός, πεπληρωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. πλημμυρόν πρέπει να αναγνωσθεί ως πλημμῦρον, μτχ. τού ρ. πλημμύρω] … Dictionary of Greek
πλημυρώ — Α βλ. πλημμυρώ … Dictionary of Greek
πλημύρω — Α βλ. πλημμύρω … Dictionary of Greek
συμπλημμυρώ — έω, Α γεμίζω εντελώς με κάτι («τῆς χορηγίας... τῇ επιδόσει συμπλημμυρούσης», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλημμυρῶ (< πλημμυρίς «πλημμύρα»)] … Dictionary of Greek